- ξεφτέρι
- το1. είδος γερακιού.2. μτφ., άνθρωπος έξυπνος, γρήγορος, δραστήριος, ικανός: Έγινε ξεφτέρι στη δουλειά.3. στον πληθ., ξεφτέρια εξαπτέρυγα (λατρευτικά σύμβολα της χριστιανικής εκκλησίας).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.